- επιλογικός
- -ή, -όεπίρρ. -ά που ανήκει ή αναφέρεται στην επιλογή ή στον επίλογο (βλ. λλ.), ο τελικός ή ο προτιμότερος: Επιλογικά θαπω τα εξής.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
επιλογικός — ἐπιλογικός, ή, όν (Α) [επίλογος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον επίλογο … Dictionary of Greek
ἐπιλογικός — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιλογικά — ἐπιλογικός of neut nom/voc/acc pl ἐπιλογικά̱ , ἐπιλογικός of fem nom/voc/acc dual ἐπιλογικά̱ , ἐπιλογικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιλογικώτερον — ἐπιλογικός of adverbial comp ἐπιλογικός of masc acc comp sg ἐπιλογικός of neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιλογικῶν — ἐπιλογικός of fem gen pl ἐπιλογικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιλογικόν — ἐπιλογικός of masc acc sg ἐπιλογικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιλογικαῖς — ἐπιλογικός of fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιλογικαί — ἐπιλογικός of fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιλογικοῖς — ἐπιλογικός of masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιλογικούς — ἐπιλογικός of masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)